καήλα

καήλα
η см. καΐλα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καήλα" в других словарях:

  • καήλα — και καΐλα, η 1. το συναίσθημα από την καύση, καύμα, κάψιμο 2. υπερβολική ατμοσφαιρική θερμότητα, καύσωνας 3. φλόγωση, θέρμη, πυρετός 4. ισχυρό λυπηρό συναίσθημα, στενοχώρια 5. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκάη (αόρ. τού καίομαι) +… …   Dictionary of Greek

  • καΐλα — η βλ. καήλα …   Dictionary of Greek

  • σκορδοκαΐλα — η, Ν 1. αίσθημα καυστικό που δοκιμάζει κανείς όταν τρώει ή όταν χωνεύει σκόρδα 2. φρ. «σκορδοκαΐλα μου», ή «σκορδοκαΐλα μ έπιασε» μτφ. δεν δίνω δεκάρα, δεν μού καίγεται καρφί, δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + καΐλα (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»